- μίλημα
- τοη ομιλία, η μιλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμίλημα, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ο- (πρβλ. ὀμμάτιον > μάτι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μίλημα — το, ατος ομιλία, κουβέντα: Όταν αρχίζει το μίλημα, ξεχνάει να σταματήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μιλητό — το 1. μίλημα 2. συζήτηση, κουβέντα 3. φρ. «στο μιλητό» προφορικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού αμάρτυρου ρηματ. επιθ. *μιλητός (< μιλώ)] … Dictionary of Greek
ομίλημα — το (Α ὁμίλημα) [ομιλώ] νεοελλ. ομιλία, συνδιάλεξη, μίλημα, κουβέντα αρχ. 1. συναναστροφή, σχέση («ξενικά τε καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα», Πλάτ.) 2. συντροφιά («γυνὴ ἀπὸ παρθένου μέχρι ἡλικίας μέσης... εὐάγκαλον ἀνδράσιν ὁμίλημα», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
κρυφομίλημα — το, ατος το κρυφό μίλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μιλιά — η 1. η ομιλία, το μίλημα: Όσο και αν τον πίεσα δεν έβγαλε μιλιά. 2. ως επιφών., μιλιά!, σιωπή, ησυχία, τσιμουδιά: Μιλιά, γιατί θα σας δείρω! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)